ανακυκλώ

ανακυκλώ
(I)
ἀνακυκλῶ, (-έω) (ΑΜ)
μσν.
παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι
αρχ.
1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω
2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι
3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω
4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή κατάσταση, ξαναγυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + κυκλῶ(-έω).
ΠΑΡ. ανακύκληση (-ις)].
————————
(II)
(-όω) (Α ἀνακυκλῶ)
1. ανακυκλώ (-έω)
2. (μέσ. -ούμαι) ελίσσομαι σπειροειδώς, έχω στριφογυρίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κυκλῶ (-όω).
ΠΑΡ. ανακύκλωμα, ανακύκλωσις (-η)
νεοελλ.
ανακυκλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνακυκλῶ — ἀνακυκλέω turn round again pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνακυκλέω turn round again pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνακυκλέω turn round again pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνακυκλέω turn round again pres ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακυκλώνω — [ἀνακυκλῶ (ΙΙ)] περικυκλώνω εκ νέου ή απλώς κυκλώνω …   Dictionary of Greek

  • ανακύκληση — η (Α ἀνακύκλησις) [ἀνακυκλῶ (Ι)] επιστροφή στην αρχή μετά από κυκλική πορεία, συνεχής επαναφορά, περιοδική επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • ανακύκλωμα — το (Α ἀνακύκλωμα) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ))] νεοελλ. κυκλικό δέσιμο τών γυναικείων μαλλιών στην κορυφή, κότσος αρχ. επιστροφή στο ίδιο σημείο, κύκλος …   Dictionary of Greek

  • ανακύκλωση — Στην τεχνολογία, διάφορες μέθοδοι με τις οποίες ένα αντικείμενο επαναφέρεται στην αρχική φάση επεξεργασίας του και αξιοποιείται πάλι ως πρώτη ύλη για την κατασκευή νέων αντικειμένων. Η α. χρησιμοποιείται επίσης για την αξιοποίηση μέρους των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”